-
1 αέτωμα
-
2 ἀέτωμα
-
3 ἀέτωμα
-
4 ἀέτωμα
-
5 αέτωμα
το архит. фронтон;щипец -
6 αέτωμα
[аэтома] ουσ. θ. (αρχιτ.) фронтонΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αέτωμα
-
7 αέτωμα
[аэтома] ουσ θ (αρχιτ) фронтон. -
8 αέτωμα
pignon -
9 αέτωμα
szczyt (m) rzecz. -
10 αέτωμα
1) lomenice2) štít -
11 αέτωμα
gableΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αέτωμα
-
12 pignon
αέτωμα -
13 lomenice
αέτωμα -
14 gable
αέτωμα -
15 фронтон
-
16 σῑγαλόεις
σῑγαλόειςGrammatical information: adj.Meaning: ep. adjunct of ἡνία, χιτών, εἵματα, θρόνος a. o., approx. `brilliant, gleaming' (Hom.), later of ἀμύγδαλα, μνία (Hermipp., Numen. ap. Ath.).Derivatives: Besides νεο-σίγαλος `with a new brilliance' ( τρόπος; Pi.), which may have been built to σιγαλόεις after the pattern of παιπαλόεις: πολυ-παίπαλος a. o. (Leumann Hom. Wörter 214 n. 8). Denom. verb σιγαλόω `to smoothen, to polish' (Apollon. Lex. s. σιγαλόεντα, sch. Pi.); σιγάλωμα n. `polishing tools of a cobbler' (Apollon. ibd., H. s. σιγαλόεν), also `border, edging of a pelt' (H.: τὰ περιαπτόμενα ταῖς ᾤαις); beside it with loss of the γ (Schwyzer 209) σιάλωμα `iron mountings of a roman longshield' (Plb. 6, 23, 4; H.). The ep. adj. resembles the also epic αἰθαλόεις, ὀμφαλόεις a. o. The technical expression σιγάλωμα, which belongs stilistically to a quite diff. category and as opposed to νεο-σίγαλος cannot be explained from σιγαλόεις, can be derived from σιγαλόω (if this is not a construction of grammarians) but also be an enlargement of a subst. *σίγαλος (cf. e.g. ἀέτωμα to ἀετός).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The ep. adj. resembles the also epic αἰθαλόεις, ὀμφαλόεις a. o. The technical expression σιγάλωμα, which belongs stilistically to a quite diff. category and as opposed to νεο-σίγαλος cannot be explained from σιγαλόεις, can be derived from σιγαλόω (if this is not a construction of grammarians) but also be an enlargement of a subst. *σίγαλος (cf. e.g. ἀέτωμα to ἀετός). -- Etymolog. unclear. After Brugmann IF 39, 143 f. to γελεῖν λάμπειν a. cogn. (s. γαλήνη) with enforcing σῐ- (s. Σίσυφος; σῑ- metr. lengthening); a diff. supposition on σι- in Hofmann Et. Wb. s. v. Diff. Bechtel Lex. s. v.; by Brugmann l. c. rightly rejected. Older attempts in Bq. See also Szemerényi, Studia Pagliaro 3, 243-5.Page in Frisk: 2,701-702Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σῑγαλόεις
-
17 aëtoma
aëtōma, ae, f. (ἀέτωμα), das dreieckige Giebelfeld eines Tempels usw.; Abl. aëtomate, Corp. inscr. Lat. 3, 6671. – Heteroklit. Genet. aëtomae, Corp. inscr. Lat. 3, 1212.
-
18 fastigium
fāstīgium, iī, n. (fastīgo), I) die in eine Spitze auslaufende Neigung der Seitenflächen eines Gegenstandes, die Steigung, Erhebung, nach unten = die Senkung, Abdachung, schräge Richtung od. Lage, schiefe Ebene (s. Kraner Caes. b. c. 2, 10, 3. Müller Liv. 1, 38, 6. Weißenb. Liv. 25, 36, 6), omnia leni fastigio subvexa, alles erhob sich in mäßiger Steigung, Liv.: iniquum loci ad declivitatem fastigium, Caes.: tenui fastigio vergere in etc., in mäßiger Abdachung, Caes.: paulo leniore fastigio, Caes.: molli fastigio, in nicht steiler Neigung (in stumpfem Winkel), Caes.: cloacae fastigio in Tiberim ductae, Liv. – beim Ackerbau die Erhebung über die Erdoberfläche, die Abstufung der Lage, spectandum, quo fastigio sit fundus, Varro: tria fastigia agri (näml. campestre, collinum, montanum), Varro. – beim Wasserbau = das Gefälle, si erit fastigium magnum, facilior erit decursus aquae, Vitr. – II) das obere od. untere Ende, die Spitze der auslaufenden Seitenflächen, A) eig.: AA) das obere Ende, der Giebel, Gipfel, 1) im allg., die relative Höhe, das Oben eines Ggstds., die Oberfläche, der Gipfel, die Spitze, der Saum u. dgl., f. fontis, Caes.: pari altitudinis fastigio, Caes.: f. muri, moenium, Curt.: summum munimenti f., Curt.: f. aquae, Curt.: inaequale f. terrae, Curt. – fastigia montis, Sil.: fastigia muri, Val. Flacc.: fastigia surarum, Lucr. – 2) insbes.: a) der Giebel des Daches, u. zwar: α) das ganze Giebeldach, Satteldach, Cic. u.a. – β) der mit einem besondern Giebelfelde (tympanum) geschmückte Vordergiebel, der Fronton, griech. ἀετός, ἀέτωμα, der wieder drei Giebelzinnen (acroteria) hatte, auf die man Bildsäulen stellte, anfangs zu Rom nur an Tempeln angebracht, später auch an den Palästen der Vornehmen, f. Capitolii, Cic.: fastigia aliquot templorum a culminibus abrupta, Liv. – operi inchoato, prope tamen absoluto, tamquam fastigium imponere, die Krone aufsetzen, die letzte Hand anlegen, Cic. – Dav. b) das über ein Wort gesetzte Akzentzeichen, der Akzent, Diom. 433, 21. Mart. Cap. 3. § 268 sqq. – BB) das untere Ende, die relative Tiefe, der Grund, Caes. b. G. 7, 73, 5. Verg. georg. 2, 288. – B) übtr.: 1) wie unser Höhe, Höhepunkt, α) relativ = Stellung, Stand, Rang, Würde, Charakter, Standpunkt, Stufe, consulare, Vell.: summum, Tac.: mortale (eines Sterblichen), Curt.: muliebre (eines Weibes), Ggstz. deminutio sui, Tac.: dictaturae altius f., Liv.: curatio altior fastigio suo, Liv.: ampliora humano fastigio, Suet.: pari fastigio stetisse in utraque fortuna, Nep.: alqm ad regium fastigium evehere, Val. Max.: invidiosum magistratus (= consulatus) fastigium moderatione ad tolerabilem habitum deduxit, Val. Max. – β) absol., Höhe, Höhepunkt, Gipfel, in fastigio eloquentiae stare, Quint.: praeteritae fortunae fastigium capio, Curt. – 2) wie κορυφή, Hauptpunkt, summa sequar fastigia rerum, Verg. Aen. 1, 342.
-
19 aetoma
aetoma, ae, f. Inscr. faîte triangulaire d'une maison ou fronton d'un édifice. - [gr]gr. ἀέτωμα, ατος. -
20 тимпан
арх. το τύμπανο (αέτωμα της θύρας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тимпан
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αέτωμα — Αρχιτεκτονικός όρος. Α. ονομάζεται το τμήμα του αρχαίου ελληνικού ναού που βρίσκεται πάνω από τον θριγκό, στις δύο στενές πλευρές του ναού και αντιστοιχεί δομικά στον χώρο που περικλείουν οι δύο πλάγιες γραμμές της σαμαρωτής στέγης και η… … Dictionary of Greek
αέτωμα — το, ατος το τριγωνικό επιστέγασμα των στενών πλευρών του αρχαίου ναού: Στο αέτωμα υπάρχουν συνήθως γλυπτές παραστάσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀέτωμα — ἀ̱έτωμα , ἀέτωμα gable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЭТОМА — • Άέτωμα или Άετός, см. Templum, Храм, 6 … Реальный словарь классических древностей
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Κέρκυρας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Κέρκυρας εγκαινιάστηκε το 1967, σ’ ένα όμορφο κτίριο της πόλης, το οποίο χτίστηκε μεταξύ του 1962 και 1965 (Βράιλα 1). Στεγάζει τα αντιπροσωπευτικότερα ευρήματα των ανασκαφών στο νησί των Φαιάκων. Στα μέσα της… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ακροπόλεως (Αθηνών) — Κατατάσσεται ανάμεσα στα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου για την ιστορία της τέχνης. Στη συλλογή του συμπεριλαμβάνονται μερικά από τα ομορφότερα έργα της πλαστικής τέχνης της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου. Κανένας φιλότεχνος δεν πρέπει να… … Dictionary of Greek
Τεγέα — Oνομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Κρήτης. Κατά την παράδοση την έχτισε ο Αγαμέμνονας, γυρνώντας από την Τροία. Στην ίδια παράδοση ο βασιλιάς των Μυκηνών έχτισε στο νησί και 2 άλλες πόλεις. Ο Στέφανος Βυζάντιος όμως γράφει: «έστι και… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Τεγέας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Τεγέας χτίστηκε στις αρχές του 20ού αι. στο χωριό Αλέα. Η συλλογή του περιλαμβάνει ευρήματα από τα νεολιθικά έως και τα βυζαντινά χρόνια. Τα πρωιμότερα ευρήματα που εκτίθενται στο μουσείο προέρχονται από τις περιοχές… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Αφαίας — Η επίσκεψη σε έναν από τους ομορφότερους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας, που είναι το ιερό της Αφαίας –της κόρης του Δία που κρύφτηκε στην Αίγινα καταδιωκόμενη από τον ερωτευμένο με αυτήν Μίνωα– θα ήταν καλό να αρχίσει από αυτό το μικρό… … Dictionary of Greek